- ἀγωγήν
- ἀγωγήcarrying awayfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обитѣлище — ОБИТѢЛИЩ|Е (11), А с. То же, что обитѣль. В 1 знач.: цр҃квьнии въсхыщени быша нѣции доми бл҃гочьстьни. отъ нѣкыихъ мѹжь епископи˫а же и манастыреве и быша облаша обитѣлища. (καταγώγια) КЕ ХII, 76б; О томь ˫ако не достоить прѣѡбразовати манастырѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… … Hofmann J. Lexicon universale
εύκοπος — εὔκοπος, ον (Α) αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.). επίρρ... εὐκόπως (ΑΜ) το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ) εύκολα, με ευκολία το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.… … Dictionary of Greek
περιπέσσω — και αττ. τ. περιπέττω, Α 1. (ιδίως σχετικά με το ψωμί) ψήνω καλά ωσότου σχηματιστεί κόρα ολόγυρα 2. παθ. περιπέσσομαι ντύνομαι («χλανίσι διαφανέσι περιπεπεμμένοι», Κωμ. Αδέσπ) 3. μτφ. συγκαλύπτω 4. φρ. α) «περιπέσσω ἀβλαβῶς» συγκαλύπτω χωρίς να… … Dictionary of Greek
πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Μαρσύας — I Μυθολογικό ον. Ήταν Σιληνός και εφευρέτης του αυλού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. προκάλεσε τον θεό Απόλλωνα, ο οποίος ήταν άριστος κιθαρωδός, σε μουσικό αγώνα. Ο Μ. νικήθηκε και ο θεός, για να τον τιμωρήσει για την αλαζονεία του, διέταξε να… … Dictionary of Greek